- υπομερισμός
- ὁ, Α [ὑπομερίζω]1. υποδιαίρεση2. είδος ρητορικού σχήματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπομερισμός — subdivision masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομερισμοῖς — ὑπομερισμός subdivision masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομερισμοί — ὑπομερισμός subdivision masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομερισμοῦ — ὑπομερισμός subdivision masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομερισμούς — ὑπομερισμός subdivision masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομερισμῶν — ὑπομερισμός subdivision masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομερισμῷ — ὑπομερισμός subdivision masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομερισμόν — ὑπομερισμός subdivision masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՍՏՈՐԱԲԱԺԱՆՈՒՄՆ — (նման.) NBH 2 0747 Chronological Sequence: 11c գ. ὐπομερισμός subdivisio. Կրկին եւ վերստին բաժանումն. *Անտեղեակ գոլ բաժանման եւ մակաբաժանման, մանաւանդ եթէ ստորաբաժանման: Որոճել ստորաբաժանմամբ. Մագ. ՟Խ՟Զ. ՟Կ՟Գ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)